- ἀνστᾶσα
- ἀνστάς, ἀνστᾶσα, ἄνστησον, ἀνστήτην, ἀνστήσεσθαι: see ἀνίστημι.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἀνστᾶσα — ἀνίστημι make to stand up aor part act fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)